δυναμικό

δυναμικό
(Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν δυνάμεις που γίνονται αντιληπτές από τη δράση τους πάνω σε ένα κατάλληλο υπόθεμα (π.χ. μάζα, ηλεκτρικό φορτίο, μαγνητικός πόλος). Αν το πεδίο είναι τέτοιο ώστε το έργο που παράγεται (ή απορροφάται) από το υπόθεμα, όταν αυτό μετακινείται από ένα σημείο Α σε ένα σημείο Β, είναι το ίδιο, οποιαδήποτε και αν είναι η διαδρομή που ακολουθεί αυτό, και εξαρτάται μόνο από τη θέση των Α και Β, τότε το πεδίο ονομάζεται αστρόβιλο συντηρητικό. Σε ένα αστρόβιλο πεδίο μπορεί να προσδιοριστεί για κάθε σημείο ένα μέγεθος που καλείται δ. και συμβολίζεται με το γράμμα U, έτσι ώστε η διαφορά δ. μεταξύ δύο σημείων να δίνει απευθείας το έργο που παράγεται ή απορροφάται από το υπόθεμα κατά τη μετάβασή του από το ένα στο άλλο, μεταξύ των δύο θεωρούμενων σημείων. Ακριβώς για τον λόγο αυτό, ο ορισμός του δ. έχει νόημα μόνο σε συντηρητικά πεδία. Ως παράδειγμα θεωρούμε την περίπτωση μιας μικρής μάζας (τόσης ώστε να μη διαταράξει το πεδίο) που βρίσκεται μέσα στο γήινο πεδίο βαρύτητας. Οι δυναμικές γραμμές του γήινου πεδίου της βαρύτητας διευθύνονται προς το κέντρο βάρους της Γης. Σε κάθε σημείο της γήινης επιφάνειας η διεύθυνση αυτών των δυναμικών γραμμών καθορίζει την κατακόρυφο σε αυτό το σημείο. Η κάθετη διεύθυνση προς αυτή λέγεται οριζόντια. Ένα υπόθεμα μάζας που τοποθετείται σε μια μαγνητική γραμμή του γήινου πεδίου βαρύτητας απορροφά έργο αν πλησιάζει προς το κέντρο βαρύτητας της Γης και δαπανά όταν απομακρύνεται από αυτό. Αν θεωρήσουμε ως θετικό το έργο που παράγεται από το πεδίο, τότε το έργο που παράγεται όταν μεταφέρουμε το σώμα από ένα σημείο Α πιο απομακρυσμένο από το κέντρο βαρύτητας σε ένα σημείο Β πλησιέστερο προς αυτό δίνεται με τη σχέση: L = UΑ - UΒ όπου UA και UΒ είναι τα δ. των σημείων Α και Β αντίστοιχα. Για να μεταφέρουμε, αντίθετα, το υπόθεμα μάζας από ένα σημείο Β πλησιέστερο προς το κέντρο βάρους σε ένα σημείο Α πιο απομακρυσμένο από αυτό, πρέπει να δαπανήσουμε έργο για την υπερνίκηση των δυνάμεων του πεδίου. Και στις δύο περιπτώσεις το έργο που παράγεται από το πεδίο ή εκείνο που απορροφάται από αυτό είναι το ίδιο, όποια και αν είναι η διαδρομή που ακολούθησε το υπόθεμα μάζας για να περάσει από το Α στο Β και από το Β στο Α. Το κεκλιμένο επίπεδο είναι ένα πολύ γνωστό παράδειγμα αυτού του φαινομένου. Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι τα πιο απομακρυσμένα σημεία από το γήινο κέντρο βάρους έχουν μεγαλύτερο δ. από αυτά που είναι πλησιέστερα. Ιδιαίτερα, τα σημεία που βρίσκονται στην ίδια απόσταση από το κέντρο βάρους έχουν το ίδιο δ., δηλαδή είναι ισοδυναμικά. Το σύνολο των ισοδυναμικών σημείων αποτελεί μια ισοδυναμική επιφάνεια. Στην περίπτωση του γήινου πεδίου βαρύτητας, ισοδυναμικές επιφάνειες είναι όλες οι ομόκεντρες σφαίρες που έχουν για κέντρο το κέντρο βάρους της Γης. Πρακτικά, για μικρές επιφάνειες ως προς τις γήινες διαστάσεις, μπορούμε να θεωρήσουμε ως ισοδυναμικές τις οριζόντιες επιφάνειες. Ένα σώμα που κινείται σε μια ισοδυναμική επιφάνεια δεν παράγει και δεν απορροφά έργο. Για παράδειγμα, ένα σφαιρίδιο που κυλά σε μια οριζόντια επιφάνεια –εάν παραλείψουμε τις τριβές– μπορεί να συνεχίσει να κινείται με ομαλή ευθύγραμμη κίνηση, χωρίς να χρειαστεί να εφαρμοστεί πάνω σε αυτό καμία δύναμη. Ανάλογα με τις προηγούμενες έννοιες ορίζεται και ένα ηλεκτρικό δ. (πιο κοινά αναφερόμαστε στη διαφορά δ. ή τάση). Ως ηλεκτρικό δ. ενός σώματος που έχει φορτιστεί με ηλεκτρικό φορτίο Q θεωρείται το έργο που είναι απαραίτητο για τη μεταφορά ενός μοναδιαίου ηλεκτρικού φορτίου από το άπειρο έως το σώμα αυτό. Πρακτικά, το δ. ή η τάση ενός σώματος Θεωρείται όχι ως προς το άπειρο αλλά ως προς τη Γη, στην οποία συμβατικά προσδίδουμε δ. 0. δ.επαφής. Η διαφορά δ. που εμφανίζεται όταν δύο αγωγοί από διαφορετικό υλικό έρθουν σε επαφή. Ένα μέταλλο, επομένως, θα βρίσκεται σε διαφορετικό δ. από ένα αγώγιμο υγρό μέσα στο οποίο έχει βυθιστεί, ενώ ανάμεσα σε δύο πλάκες από διαφορετικό υλικό που συνδέονται ηλεκτρικά θα δημιουργηθεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Το δ. επαφής είναι συνήθως της τάξης μερικών δεκάτων του βολτ και οφείλεται στη διαφορά των συναρτήσεων έργου των δύο μετάλλων. Για να μετατοπίσουμε ένα σώμα από το έδαφος (επιφάνεια χαμηλότερου δυναμικού) στο ράφι (επιφάνεια υψηλότερου δυναμικού), πρέπει να δαπανήσουμε έργο για να υπερνικήσουμε τις δυνάμεις του πεδίου βαρύτητας. Το έργο που δαπανάται για την ανύψωση του σώματος εναποθηκεύεται σε αυτό ως δυναμική ενέργεια. Εάν διακόψουμε τον σύνδεσμο που ισορροπεί τις δυνάμεις που δρουν επί του σώματος, αυτό θα μετατοπιστεί από το σημείο υψηλότερου δυναμικού στο σημείο χαμηλότερου δυναμικού αποδίδοντας δυναμική ενέργεια και αποκτώντας κινητική ενέργεια. Σχηματική παράσταση των δυναμικών γραμμών του γήινου πεδίου βαρύτητας (μπλε γραμμές). Οι κόκκινοι ομόκεντροι κύκλοι παριστάνουν τις τομές των ισοδυναμικών επιφανειών. Για να μεταφέρουμε ένα σώμα από το σημείο Α στο σημείο Β, πρέπει να δαπανήσουμε έργο για να υπερνικήσουμε τις δυνάμεις του πεδίου. Αν το σώμα μετακινηθεί από το Β στο Α, δαπανά έργο το πεδίο. Το έργο που δαπανάται από τις δυνάμεις του πεδίου ή εναντίον των δυνάμεων του πεδίου κατά τη μετατόπιση ενός σώματος από το Β στο Α και αντίστροφα εξαρτάται μόνο από τις θέσεις των Α και Β και όχι από τη διαδρομή που θα ακολουθήσει το σώμα (π.χ. οι διαδρομές 1, 2, 3).
* * *
το
βλ. δυναμικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυναμικό — το 1. (φυσ.), το ποσό του έργου που παράγει μια δύναμη. 2. το φορτίο που έχει ένα σώμα, όταν ενεργεί επάνω του μια δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτροκινητικό δυναμικό — Σύμφωνα με τη θεωρία του Ότο Στερν, η ηλεκτρική στιβάδα στη συνοριακή περιοχή μεταξύ ενός στερεού και ενός υγρού σώματος αποτελείται από δύο τμήματα. Στο ένα, που έχει κατά προσέγγιση πάχος ενός ιόντος (οριακό στρώμα) παρατηρείται μία απότομη… …   Dictionary of Greek

  • βιοηλεκτρικό δυναμικό — ηλεκτρικό ρεύμα ασθενούς τάσης που παρατηρείται σε ζωικούς και φυτικούς ιστούς και αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη γνωρίσματα της ζωντανής ύλης …   Dictionary of Greek

  • βιοτικό δυναμικό — Ο ρυθμός αύξησης ενός πληθυσμού οργανισμών. Θεωρητικά, όταν υπάρχουν όλες οι κατάλληλες προϋποθέσεις (αρκετή τροφή και χώρος), ο πληθυσμός ενός είδους αυξάνεται εκθετικά στον χρόνο σύμφωνα με την αντίδραση r = dN/N dt, στην οποία το r παριστά το… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμικός — ή, ό 1. αυτός που σε όλα του τα μέρη το δυναμικό έχει την ίδια τιμή 2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) φρ. α) (γεωφ.) ισοδυναμικές (ενν. καμπύλες) καμπύλες που συνδέουν όλους τους τόπους που έχουν την ίδια μαγνητική ένταση β) (ηλεκτρολ.) ισοδυναμική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”